- παραπομπός
- παραπομπόςattending as convoymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπομπός — ό / παραπομπός, όν, ΝΜΑ αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
παραπομποῖς — παραπομπός attending as convoy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομποί — παραπομπός attending as convoy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπούς — παραπομπός attending as convoy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπομπικά — τά, Μ [παραπομπός] τα έξοδα τής μεταφοράς … Dictionary of Greek
παραπόμπιμος — ον Α [παραπομπός] (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που συνοδεύει κάποιον … Dictionary of Greek
ՅՈՒՂԱՐԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. παραπέμπων, παραπομπός comes, deductor ἑκφόρων efferens in funus, exportator in funeratione. Որ յուղարկ լինի. յուղարկօղ. ուղեկցելով յուղի դնօղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՈՒՂԱՐԿԻՉ — ( ) NBH 2 0375 Chronological Sequence: Early classical ա. παραπομπός transmissor. Որ յուղարկէ ո՛ր եւ է օրինակաւ. փոխանցօղ. *Այլոց թողուցումք զմեծութիւնն, եւ նոքա դարձեալ այլոց, եւ նոցա յետինք՝ իւրեանց յետնոց. իբրեւ յուղարկիչք ընչիցն մերոց եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παραπομπῶν — παραπομπή convoying fem gen pl παραπομπός attending as convoy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)